Υπό φυσιολογικές συνθήκες, ο χώρος που βρίσκεται πίσω από το τύμπανο του αυτιού είναι γεμάτος με αέρα, γεγονός που εξασφαλίζει την απρόσκοπτη μετάδοση του ηχητικού κύματος και κατ’ επέκταση τη φυσιολογική ακοή. Σε κάποιες όμως περιπτώσεις, ο χώρος αυτός γεμίζει με υγρό, άλλοτε λεπτόρευστο και άλλοτε παχύρευστο. Η κατάσταση αυτή επιστημονικά ονομάζεται εκκριτική ωτίτιδα και στη συντριπτική πλειοψηφία των περιστατικών αφορά παιδιά.
Ο μικρός ασθενής δεν αισθάνεται κάποιο πόνο όμως η ακοή του επηρεάζεται σημαντικά καθώς αυτή μπορεί να μειωθεί έως και κατά 35 dB. Το ζήτημα είναι ότι τα περισσότερα παιδιά δεν μπορούν να αντιληφθούν και να επικοινωνήσουν το πρόβλημά τους και έτσι έγκειται στους γονείς να καταλάβουν ότι το παιδί τους πάσχει από βαρηκοΐα. Σημάδια που μπορούν να αποκαλύψουν κάτι τέτοιο είναι ένα παιδί που δεν ακούει όταν του μιλάμε και δείχνει αφηρημένο ή απορροφημένο σε αυτό που κάνει καθώς επίσης και το υπερβολικό δυνάμωμα του ήχου της τηλεόρασης. Η απόδοση στο σχολείο πολλές φορές δεν είναι καλή ενώ στις περιπτώσεις που το υγρό είναι παρόν από τη βρεφική ηλικία καθυστερεί η ανάπτυξη του λόγου και η άρθρωση των λέξεων επηρεάζεται σημαντικά.
Πώς τεκμηριώνεται η ύπαρξη υγρού στο αυτί;
Η επιβεβαίωση ότι πίσω από το τύμπανο υπάρχει υγρό γίνεται με την εξέταση του αυτιού κάτω από το οπτικό μικροσκόπιο (ωτομικροσκόπηση) και με το τυμπανόγραμμα. Σε κάποιες περιπτώσεις είναι απαραίτητο και το τονικό ακοόγραμμα. Όλες οι παραπάνω εξετάσεις γίνονται εύκολα και γρήγορα στο χώρο του ιατρείου.
Ποια είναι η αντιμετώπιση της εκκριτικής ωτίτιδας;
Η αρχική αντιμετώπιση της εκκριτικής ωτίτιδας είναι συνήθως συντηρητική με ειδικές ασκήσεις που δίνονται στο παιδί, ρινοπλύσεις και παρακολούθηση. Αν αυτή δεν αποδώσει, τότε κάνουμε παρακέντηση του τυμπάνου και αφαιρούμε το υγρό ενώ στις περισσότερες περιπτώσεις, προκειμένου να αποτρέψουμε την υποτροπή του υγρού τοποθετούμε στο τύμπανο σωληνίσκο αερισμού.
Ποια είναι η διαδικασία της επέμβασης;
Η επέμβαση γίνεται με μέθη ή με γενική αναισθησία και συνήθως διαρκεί 5 με 10 λεπτά. Η αποκατάσταση της ακοής στο φυσιολογικό είναι άμεση. Αν συνυπάρχει και υπερτροφία των αδενοειδών εκβλαστήσεων (κρεατάκια), αυτά αφαιρούνται στην ίδια επέμβαση καθώς έχει βρεθεί ότι συμβάλλουν στη συλλογή υγρού πίσω από το τύμπανο.
Τι συμβαίνει μετά την επέμβαση;
Λίγες ώρες μετά την επέμβαση ο μικρός ασθενής επιστρέφει στο σπίτι του. Η επέμβαση δεν συνοδεύεται από ιδιαίτερο πόνο και έτσι συνήθως δεν χρειάζονται παυσίπονα ούτε αντιβιοτική αγωγή. Από την επόμενη μέρα το παιδί μπορεί να επιστρέψει κανονικά σε όλες τις δραστηριότητές του. Για το χρονικό διάστημα που το σωληνάκι παραμένει στο τύμπανο, θα πρέπει να αποφεύγεται η είσοδος νερού στο αυτί.
Πόσο καιρό μένει το σωληνάκι στο αυτί;
Το σωληνάκι κατά κανόνα μένει στο τύμπανο του αυτιού για 9 μήνες με 1 χρόνο και κατόπιν αποβάλλεται από μόνο του από τον οργανισμό. Κατά το χρονικό διάστημα της παραμονής του εξασφαλίζει τον καλό αερισμό του αυτιού και τη φυσιολογική ακοή. Σε ορισμένες περιπτώσεις το σωληνάκι δεν καταφέρνει να ‘πέσει’ μόνο του οπότε το αφαιρούμε στο ιατρείο συνήθως, υπό το οπτικό μικροσκόπιο.
Υπάρχει περίπτωση να ξαναχρειαστεί σωληνάκι;
Συνήθως, η τοποθέτηση σωληνίσκων αερισμού μια και μόνη φορά είναι αρκετή για να επιτευχθεί το επιθυμητό αποτέλεσμα. Αυτό συμβαίνει γιατί στο διάστημα παραμονής τους, ο βλεννογόνος του αυτιού εξυγιαίνεται και το παιδί αναπτύσσεται δίνοντας έτσι τη δυνατότητα στο αυτί να λειτουργεί φυσιολογικά χωρίς να ξαναμαζεύει υγρό. Σε σπάνιες περιπτώσεις που αυτό δεν συμβαίνει και υπάρχει εκ νέου συγκέντρωση υγρού, είμαστε υποχρεωμένοι να ξανατοποθετήσουμε σωληνάκι.